ακατοχύρωτος

ακατοχύρωτος
-η, -ο
αυτός που δεν κατοχυρώθηκε, δεν εξασφαλίστηκε, απροστάτευτος: Το πολίτευμα της χώρας ήταν ακόμη ακατοχύρωτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακατοχύρωτος — η, ο (Α ἀκατοχύρωτος, ον) [κατοχυρώνω] 1. αυτός που δεν είναι οχυρωμένος, εξασφαλισμένος με οχυρωματικά έργα 2. εκείνος που δεν είναι εξασφαλισμένος με τα κατάλληλα νομικά μέτρα «ακατοχύρωτο πολίτευμα» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”